Η κανέλα αποτελεί ένα από τα πανάρχαια μπαχαρικά με προέλευση από την νοτιοανατολική Ασία και παράγεται από τον φλοιό των δέντρων του γένους Cinnamomum
Η Σρι Λάνκα ήταν παραδοσιακά ο κύριος εξαγωγέας κανέλας και οι ιστορικές αναφορές φθάνουν μέχρι την αρχαία Αίγυπτο του 1400 π.Χ. Στην ευρώπη η κανέλα έκανε την εμφάνισή της τον 16ο αιώνα από τους πορτογάλους. Το είδος που εισήχθη ήταν το Cinnamomum zeylancium το οποίο και αναφέρεται ως πραγματική κανέλα.
Στο πέρασμα του χρόνου η κανέλα χρησιμοποιήθηκε από την ιατρική για ένα εύρος παθήσεων όπως οι ρευματισμοί, τα τραύματα, η διάρροια, οι πονοκέφαλοι και το κοινό κρυολόγημα. Τα τελευταία χρόνια έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας σε σχέση με τη συμπληρωματικής της χρήση στην αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη. Ο πιθανός της ρόλος αφορά την πρόληψη και την αντιμετώπιση της αντίστασης στην ινσουλίνη, του μεταβολικού συνδρόμου και του σακχαρώδους διαβήτη και η μελέτη της έχει αρχίσει εδώ και είκοσι χρόνια.
Η κανέλα περιέχει μια πληθώρα θρεπτικών συστατικών όπως είναι οι πολυφαινόλες, η ευγενόλη, η κανελαδεΰδη αλλά και ιχνοστοιχεία όπως το ασβέστιο, το χρώμιο, ο χαλκός, το ιώδιο, το μαγγάνιο, ο σίδηρος, ο φώσφορος, το κάλιο και ο ψευδάργυρος. Περιέχει επίσης και διάφορες βιταμίνες και το πλήθος όλων αυτών των θρεπτικών συστατικών καθιστά δύσκολο τον προσδιορισμό του συστατικού κλειδιού που επιδεικνύει τις ευεργετικές δράσεις. Τελευταίες μελέτες έχουν καταφέρει να εντοπίσουν πως τα ενεργά συστατικά της είναι υδατοδιαλυτά και συγκεκριμένα τα τύπου Αδιπλά συζευγμένα πολυμερή της προκυανιδίνης. Τα συστατικά αυτά συνήθως απαντώνται σαν τριμερή και τετραμερή στοιχεία των φλαβονοειδών κατεχίνη και επικατεχίνη και κατέχουν πανίσχυρες αντιοξειδωτικές ιδιότητες.
Τα υπάρχοντα δεδομένα από μελέτες in vitro υποδεικνύουν πως η δράση της κανέλας προσομοιάζει με αυτή των θειαζολιδινεδιονών. Η κανέλα επιδεικνύει επίσης αντιφλεγμονώδεις και αντιβακτηριδιακές ιδιότητες. Τα δεδομένα που μας παρέχουν οι κλινικές μελέτες είναι ετερογενή. Ενώ μερικές μελέτες δε βρήκαν καμία ευεργετική δράση, άλλες ανίχνευσαν βελτίωση των επιπέδων χοληστερόλης, της συστολικής αρτηριακής πίεσης, της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και των μεταγευματικών επιπέδων γλυκόζης του αίματος. Το μοναδικό εύρημα που επαληθεύεται στις περισσότερες μελέτες είναι η βελτίωση των επιπέδων νηστείας της γλυκόζης του αίματος.
Οι αιτίες της ετερογένειας των αποτελεσμάτων ίσως οφείλονται στο εύρος των διαφορετικών τύπων κανέλας που χρησιμοποιήθηκαν στις διάφορες μελέτες. Τα είδη της εμπορικά διαθέσιμης κανέλας είναι πολλά με διαφορετικές ιδιότητες και δράσεις το καθένα. Επιπρόσθετα, η χημική σύσταση ακόμα και του ίδιου τύπου κανέλας διαφέρει ανάλογα με τη γεωγραφική προέλευση και την προετοιμασία της. Οι περισσότερες μελέτες έχουν χρησιμοποιήσει το είδος Cinnamomum cassia, ενώ άλλες δε διευκρινίζουν ποιο είδος χρησιμοποιήθηκε. Σε άλλες μελέτες χρησιμοποιείται μόνο το υδατοδιαλυτό εκχύλισμα κανέλας και όχι ολόκληρο το μπαχαρικό. Η χρήση του εκχυλίσματος ίσως συμβάλλει στην αύξηση της συγκέντρωσης των ενεργών συστατικών. Η ευεργετική της δράση στην ευαισθησία στην ινσουλίνη αναμένεται να είναι εντονότερη στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη στους οποίους η νόσος έχει εξελιχθεί παρά σε εκείνους με ήπια ή μέτρια ινσουλινοαντίσταση. Αντιπαράθεση επίσης υπάρχει στο αν οι πολυφαινόλες της κανέλας, που αποτελούν το ενεργό συστατικό κλειδί, απορροφώνται στο έντερο και στο αν τελικά αυξάνονται τα επίπεδά τους στην κυκλοφορία του αίματος. Δεν είναι επίσης ξεκάθαρο το αν οι πολυφαινόλες της κανέλας δρουν μέσω της αλλαγής της έκφρασης των γονιδίων ή μέσω άλλων μηχανισμών.
Ανακεφαλαιώνοντας, ακόμα επικρατεί αντιπαράθεση στην επιστημονική κοινότητα για τις ευεργετικές δράσεις της κανέλας στον σακχαρώδη διαβήτη. Τα διαθέσιμα δεδομένα απέχουν αρκετά από το να χαρακτηριστούν συμπερασματικά και πλήρως επαληθεύσιμα στους διάφορους πληθυσμούς οπότε ακόμα δε μπορούν να σχηματιστούν τελικές συστάσεις για τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη σχετικά με τη συμπληρωματική χρήση της κανέλας. Φαίνεται πως η κανέλα έχει ευεργετική δράση στα επίπεδα νηστείας γλυκόζης του αίματος αλλά οι υπόλοιπες δράσεις της σε άλλες παραμέτρους δε στοιχειοθετούνται επαρκώς. Η διεξαγωγή επιπλέον συστηματοποιημένων κλινικών μελετών μεγάλης κλίμακας κρίνεται επιτακτική προκειμένου να περιγραφούν καλύτερα οι μηχανισμοί δράσης της και να προκύψουν ασφαλέστερα συμπεράσματα.
Βασίλειος Παπαμίκος, Νοσοκομειακός Διαιτολόγος, ΓΝΑ - Κοργιαλένειο Μπενάκειο M.Med.Sci, e-mail: vpapamikos@gmail.comwww.eligast.gr
Διαβάστε επίσης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου