ανανεώθηκε 4/5/2017
Η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής είναι ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης θρομβωτικών επεισοδίων για να μην επεκταθεί ο ήδη σχηματισμένος θρόμβος και να μην σχηματιστεί νέος θρόμβος ή για να προλάβουμε την πνευμονική εμβολή.
Αντιθρομβωτικές ουσίες (αντιπηκτική αγωγή) λαμβάνουν ασθενείς
- με οξεία ή χρόνια εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση,
- με πνευμονική εμβολή,
- με περιφερική αρτηριακή θρομβοεμβολή,
- με κολπική μαρμαρυγή,
- με κληρονομική θρομβοφιλία και
- ασθενείς με μεταλλική βαλβίδα.
Ποια είναι η φυσιολογική διαδικασία της πήξης του αίματος;
Ο οργανισμός έχει τη δυνατότητα να ενεργοποιεί τη διαδικασία της πήξης του αίματος σε περιπτώσεις τραύματος ή άλλης κάκωσης. Στη διαδικασία αυτή συμμετέχουν πολλαπλοί παράγοντες πήξης, οι οποίοι παράγονται από το ήπαρ (συκώτι). Με τον τρόπο αυτό παράγει θρόμβους που αποφράσσουν το τραυματισμένο αγγείο, προλαμβάνοντας έτσι την απώλεια αίματος. Όμως σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις μπορεί να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός πήξης και να σχηματίσει μικρούς θρόμβους οι οποίοι εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος, προκαλώντας ελάττωση ή και πλήρη διακοπή της αιμάτωσης ορισμένων οργάνων. Έτσι μπορούν να προκαλέσουν αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, όταν οι θρόμβοι αποφράσσουν αγγεία που αιματώνουν τον εγκέφαλο, έμφραγμα του μυοκαρδίου (απόφραξη στα στεφανιαία αγγεία), πνευμονική εμβολή (απόφραξη των πνευμονικών αρτηριών), φλεβική θρόμβωση κάτω άκρων (απόφραξη των φλεβών).
Τι είναι αντιπηκτική αγωγή;
Η χορήγηση φαρμάκων με τα οποία μειώνουμε την πηκτική ικανότητα του αίματος με σκοπό την ελάττωση της πιθανότητας δημιουργίας θρόμβου. Αυτό επιτυγχάνεται με την χορήγηση αντιαιμοπεταλιακών, κουμαρινικών η τύπου ηπαρίνης αντιπηκτικά.
Ο κυριότερος εκπρόσωπος είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή ασπιρίνη
Το ακετυλοσαλικυλικό οξύ σε μικρές δόσεις αναστέλλει το σχηματισμό λευκού θρόμβου, αλλά σε μεγάλες μπορεί να τον ευοδώνει.
Η κύρια ανεπιθύμητη ενέργειά του είναι η γαστρορραγία, γι' αυτό αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό γαστρορραγίας ή έλκους στο ανώτερο πεπτικό σύστημα.
Χορηγείται σε δόση 75-300 mg ημερησίως σε στεφανιαία νόσο αλλά και όπου υπάρχει ανάγκη αντιπηκτικής κλασσικής αντιπηκτικής αγωγής και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί (π.χ. κολπική μαρμαρυγή, θρομβοφλεβίτιδα, τεχνητές βαλβίδες, κ.λπ. σε ασθενείς πολύ μεγάλης ηλικίας ή με αιμορραγική διάθεση ή με περικαρδίτιδα κ.λπ.
Ηπαρίνη
Χορηγούνται συνήθως ενδονοσοκομειακά για οξείες καταστάσεις και μικρό χρονικό διάστημα.
Η ηπαρίνη δίνεται ενδοφλέβια ή υποδόρια (με ειδικό τρόπο στον κοιλιακό υποδόριο ιστό, για να μη σχηματισθεί αιμάτωμα) σε δόση που κυμαίνεται πολύ.
Δίνονται 5000 μονάδες ημερησίως για πρόληψη θρομβοφλεβίτιδας.
Αν έχει σχηματισθεί θρόμβος, χορηγούνται 20-30000 ημερησίως, κατανεμημένες σε 6 ημερήσιες δόσεις ή σε συνεχή στάγδην έγχυση, έτσι που ο χρόνος πήξης να διατηρείται διπλάσιος από εκείνον που είχε ο άρρωστος, πριν χορηγηθεί η ηπαρίνη.
Σε δόση ως 50.000 μονάδες το πρώτο 24ωρο, μπορεί να χορηγηθεί, αν έχει συμβεί ήδη πνευμονική εμβολή.
Η δράση της ηπαρίνης αναστέλλεται με ενδοφλέβια πρωταμίνη σε δόση 1mg/100 μονάδες ηπαρίνης που είναι να εξουδετερωθεί.
Κουμαρινικά
Τα κουμαρινικά είναι ποικιλία αντιπηκτικών που χορηγούνται από το στόμα για καταστάσεις που χρήζουν μακροχρόνια αγωγή.
Ο χρόνος προθρομβίνης μετριέται καθημερινά αρχικά, σε αραιότερα διαστήματα κατόπιν και, όταν έχει επιτευχθεί ο επιθυμητός χρόνος προθρομβίνης σε αλλεπάλληλες εξετάσεις, κάθε μήνα.
Τα πιο κοινά κουμαρινικά είναι η ουαρφαρίνη (συνήθως 1-10 mg/ημ.) και η ασενοκουμαρόλη (συνήθως 1-8 mg/ημ.).
Αν εμφανισθεί αιμορραγία, συνήθως αρκεί η διακοπή του φαρμάκου.
Αν χρειασθεί, μπορεί να δοθεί παρεντερικά βιταμίνη Κ (5-20 mg) σαν αντίδοτο.
Η δράση των κουμαρινικών ενισχύεται από πολλά φάρμακα, όπως είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ και άλλα αντιφλεγμονώδη, διάφορα βιοθεραπευτικά και χημειοθεραπευτικά, ορισμένα αντιλιπιδαιμικά κ.λ.π.
Σε οξείες καταστάσεις η αγωγή αρχίζει συνήθως με ηπαρίνη και συνεχίζεται σε 3-4 ημέρες με κουμαρινικά.
Για προληπτικούς σκοπούς, η αγωγή μπορεί να αρχίσει απευθείας με κουμαρινικά.
Στην Ελλάδα τα δύο σκευάσματα που κυκλοφορούν είναι το Sintrom και το Panwarfin. Ο κάθε ασθενής έχει διαφορετική απόκριση στην αγωγή και έτσι η δόση του φαρμάκου καθορίζεται μετρώντας ανά τακτικά χρονικά διαστήματα (μια φορά το μήνα ή και συχνότερα) τον χρόνο πήξης του αίματός του (μέτρηση INR) και προσαρμόζοντας ανάλογα τη δόση. Δυστυχώς, αυτή η διαδικασία είναι αρκετά ενοχλητική για τον ασθενή, γιατί πρέπει να υποβάλλεται σε αιματολογικό έλεγχο κάθε μήνα. Επίσης, επειδή τα αντιπηκτικά αυτά επηρεάζονται από τροφές και από άλλα φάρμακα έχουμε συχνά απορρύθμιση της αντιπηκτικής δράσης είτε με πολύ υψηλά επίπεδα (INR πάνω από 3.0) και κίνδυνο αιμορραγίας, είτε με πολύ χαμηλά επίπεδα (INR κάτω από 2.0) και κίνδυνο θρόμβωσης.
Δεν υπάρχει σταθερή δοσολογία των αντιπηκτικών, καθώς το αποτέλεσμα τους διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και επηρεάζεται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες (ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων, διατροφή κ.α.). Πάντα η χορήγηση των αντιπηκτικών θα πρέπει να γίνεται από τον θεράποντα ιατρό, μετά τη λήψη ιστορικού και κάτω από στενή παρακολούθηση. Στην αρχή γίνεται έναρξη με υψηλότερη δόση (ολόκληρο δισκίο για 2 με 3 ημέρες) και στην συνέχεια τιτλοποιείται η δόση για τον κάθε ασθενή.
Αρχικά πρέπει να υπάρχει τακτική παρακολούθηση του INR (κάθε 3 ημέρες), ενώ μετά την σταθεροποίηση της δόσης η μέτρηση του INR θα γίνεται λιγότερο συχνά ανά μήνα. Ο κάθε ασθενής θα πρέπει να φέρει την ατομική του κάρτα, με τα στοιχεία του, τον στόχο του INR και τη δοσολογία ανά ημέρα και τις τελευταίες τιμές του INR, ώστε να υπάρχει αρχείο και να γίνεται καλύτερη παρακολούθηση.
Με τον τακτικό ανά 15-30 ημέρες έλεγχο του χρόνου προθρομβίνης η καλλίτερα του INR. Η τιμή του πρέπει να βρίσκεται μέσα σε κάποια πλαίσια που εξαρτώνται από την πάθηση, για την οποία δίδεται η αντιπηκτική αγωγή.
Όσο πιο μεγάλη η τιμή του INR τόσο πιο μεγαλύτερο είναι το αντιπηκτικό αποτέλεσμα αλλά παράλληλα και μεγαλύτερος ο κίνδυνος αιμορραγίας. Γι' αυτό πρέπει να ακολουθούνται αυστηρά οι οδηγίες του γιατρού.
Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίδεται στο καθημερινό διαιτολόγιο γιατί όπως φαίνεται υπάρχουν τροφές που επηρεάζουν το ΙΝR Eπίσης το INR επηρεάζεται από το αλκοόλ και το κάπνισμα.
Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίδεται στο καθημερινό διαιτολόγιο γιατί όπως φαίνεται υπάρχουν τροφές που επηρεάζουν το ΙΝR Eπίσης το INR επηρεάζεται από το αλκοόλ και το κάπνισμα.
Τα νεότερα φάρμακα
Πρόσφατα, η σύγχρονη φαρμακολογία κατασκεύασε αντιπηκτικά φάρμακα που δρουν στο μηχανισμό της πήξης του αίματος, αλλά ανεξάρτητα από τη βιταμίνη Κ. Τα φάρμακα αυτά έχουν το πλεονέκτημα να επιτυγχάνουν σταθερό αντιπηκτικό αποτέλεσμα, που δεν επηρεάζεται από άλλα φάρμακα ή τροφές και κυρίως χωρίς την ανάγκη εργαστηριακής παρακολούθησης.
Υπάρχουν τρία τέτοια φάρμακα σε στάδιο κλινικής χρήσης: το dabigatran (Pradaxa) της Boheringer Ingellheim, το rivaroxaban (Xarelto) της Bayer, και το apixaban (Eliquis) της Pfizer και της Bristol Myers Squibb. Ήδη, το πρώτο έχει λάβει ένδειξη για χορήγηση στην κολπική μαρμαρυγή, ενώ σύντομα θα ακολουθήσουν και τα άλλα δύο. Και τα τρία έχουν συγκριθεί με την κλασική αντιπηκτική θεραπεία σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.
Φαίνεται πως τα νέα φάρμακα είναι εξίσου αποτελεσματικά ή και περισσότερο αποτελεσματικά από την κλασική αντιπηκτική αγωγή όσον αφορά στην πρόληψη των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων. Επιπλέον, τα νέα φάρμακα έχουν μικρότερο αιμορραγικό κίνδυνο από την κλασική θεραπεία. Αυτά τα ευρήματα σε συνδυασμό με την ευκολία χορήγησης χωρίς ανάγκη εργαστηριακού ελέγχου τα κάνουν ιδιαίτερα δημοφιλή σε ιατρούς και ασθενείς.
Τα σημεία προσοχής
Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα. Το σταθερό αντιπηκτικό αποτέλεσμα βασίζεται στη σταθερή λήψη των δισκίων χωρίς παράλειψη δόσεων. Τα νέα αυτά φάρμακα δεν έχουν αντίδοτο σε περίπτωση αιμορραγίας, αν και η δράση τους παρέρχεται γρήγορα με τη διακοπή τους. Επίσης, τα νέα φάρμακα δεν έχουν δοκιμαστεί και η χρήση τους δεν επιτρέπεται ακόμα σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και βαλβιδοπάθεια ή μηχανική βαλβίδα. Τέλος, το κύριο μειονέκτημα είναι το μεγάλο κόστος, αν και αναμένεται μείωση της τιμής, καθώς θα υπάρξει ανταγωνισμός από τις τρεις φαρμακευτικές εταιρείες.
Τα νέα φάρμακα είναι ιδανικά για ασθενείς στους οποίους έχει αποδειχθεί δύσκολη ή ακατόρθωτη η καλή ρύθμιση του INR με την κλασική αγωγή, για ασθενείς που δεν έχουν πρόσβαση σε εργαστήριο, όπως οι κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών, και για ασθενείς που με την κλασική αγωγή είχαν αιμορραγία. Ασθενείς με άριστη ρύθμιση του INR με την κλασική αγωγή ενδεχομένως να έχουν μικρότερο όφελος από την αλλαγή της θεραπείας τους στα νέα φάρμακα. Σε κάθε περίπτωση, ο υπεύθυνος ιατρός θα κρίνει ποια αγωγή είναι η καλύτερη και ασφαλέστερη για το συγκεκριμένο ασθενή. Με τη συσσώρευση μεγαλύτερης εμπειρίας από τη χρήση των νέων φαρμάκων θα μπορούμε να ξέρουμε σε λίγα χρόνια αν τα κλασικά αντιπηκτικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται εδώ και 50 έτη θα είναι πλέον παρελθόν.
Ποιες είναι οι αντενδείξεις χορήγησης αντιπηκτικών;
Πριν την έναρξη της χορήγησης αντιπηκτικών θα πρέπει να λαμβάνεται αναλυτικό ιστορικό, τόσο για την ύπαρξη άλλων νοσημάτων, τη λήψη άλλων φαρμάκων, αλλά και για τις διατροφικές συνήθειες του ασθενούς. Υπάρχουν αντενδείξεις στην χορήγηση αντιπηκτικών, όπως η γνωστή αλλεργία σε κουμαρινικά αντιπηκτικά, η κύηση (τερατογόνος δράση), η θρομβοπενία (χαμηλός αριθμός αιμοπεταλίων), η αιμορροφιλία και η αιμορραγική διάθεση, η εγκεφαλική αιμορραγία, το ενεργό πεπτικό έλκος, η σοβαρή μη ελεγχόμενη υπέρταση, η ανεπάρκεια της βιταμίνης Κ, η ηπατική και η νεφρική ανεπάρκεια, άμεσα μετά από επεμβάσεις στον εγκέφαλο, ενδοκοιλιακές επεμβάσεις κ.α., τα νεοπλάσματα που προδιαθέτουν σε αιμορραγία.
Επίσης ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στους ηλικιωμένους και σε άτομα με κινητικά προβλήματα, που εμφανίζουν συχνές πτώσεις, καθώς η αντιπηκτική αγωγή μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση εγκεφαλικού αιματώματος.
Διαβάστε επίσης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου