Νέα σημαντικά δεδομένα για την αποτελεσματικότητα της σιταγλιπτίνης για την καλύτερη ρύθμιση του διαβήτη τύπου 2 και άρα τη βελτίωση της καθημερινότητας των ασθενών, παρουσίασε η MSD, γνωστή ως Merck στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, στην 74η Ετήσια Συνάντηση της Αμερικανικής Εταιρείας Διαβήτη (ADA), που πραγματοποιήθηκε προ ημέρων στο Σαν Φρανσίσκο.
Συγκεκριμένα, η MSD παρουσίασε τα αποτελέσματα εκ των υστέρων ανάλυσης μιας μελέτης Φάσης ΙΙΙ και στοιχεία μιας ενδιαφέρουσας πρόσφατης μελέτης παρατήρησης. Παράλληλα ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει τη δημιουργία διεθνούς μητρώου ασθενών με διαβήτη τύπου 2.
Λιγότερα υπογλυκαιμικά επεισόδια κατά τη διάρκεια της νύχτας
Τα αποτελέσματα της εκ των υστέρων ανάλυσης της αρχικής μελέτης Φάσης ΙΙΙ, 660 ασθενών, διάρκειας 24 εβδομάδων, έδειξε ότι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που ήταν υπό εντατική αγωγή με γλαργινική ινσουλίνη και λάμβαναν σιταγλιπτίνη μία φορά την ημέρα, είχαν λιγότερα υπογλυκαιμικά επεισόδια κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επίσης, η ανάλυση αυτή έδειξε πως μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών που τυχαιoποιήθηκαν στο σκέλος της σιταγλιπτίνης πέτυχαν τον κλινικό στόχο για γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 7% χωρίς υπογλυκαιμικά επεισόδια κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε σύγκριση με το σκέλος του εικονικού φαρμάκου>
Καθυστέρηση στην έναρξη θεραπείας με ινσουλίνη
Αντίστοιχα, τα αποτελέσματα της αναδρομικής μελέτης παρατήρησης 7.728 ασθενών για διάστημα 7 ετών, έδειξαν ότι εκείνοι που λάμβαναν συνδυαστική θεραπεία με σιταγλιπτίνη και μετφορμίνη ξεκίνησαν θεραπεία με ινσουλίνη αργότερα σε σχέση με τους ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία συνδυασμού σουλφονυλουρίας και μετφορμίνης. Πιο συγκεκριμένα, οι ασθενείς που λάμβαναν σιταγλιπτίνη και μετφορμίνη είχαν 24% λιγότερες πιθανότητες να ξεκινήσουν θεραπεία με ινσουλίνη κατά την περίοδο που διήρκεσε η μελέτη, σε σχέση με τους ασθενείς που έπαιρναν σουλφονυλουρία.
Η αντιμετώπιση του διαβήτη αποτελεί παγκόσμια πρόκληση, αφού σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα (2013), 382 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από διαβήτη2,3, με το 50% περίπου των ασθενών να παραμένουν αδιάγνωστοι2. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 2035, ο αριθμός των ασθενών παγκοσμίως, αναμένεται να ξεπεράσει τα 500 εκατομμύρια1. Στην Ελλάδα τα άτομα με διαβήτη ανέρχονται σήμερα σε 584.600, δηλαδή ποσοστό περίπου 7% του γενικού πληθυσμού σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τον Διαβήτη.
Όταν κάποιος πάσχει από διαβήτη τύπου 2, ο οργανισμός δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή/και η ινσουλίνη που παράγεται δεν λειτουργεί σωστά. Αυτό προκαλεί υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, ενώ μπορεί ακόμα και να αναγκάσει τον οργανισμό να παράγει γλυκόζη, χωρίς να τη χρειάζεται4,5. Δεν υπάρχει ίαση για το διαβήτη τύπου 2 και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως καρδιαγγειακή νόσο και εγκεφαλικό επεισόδιο4,5.
Ο διαβήτης τύπου 2 είναι μια εξελισσόμενη νόσος, τέτοια που, με την πάροδο του χρόνου, πολλοί ασθενείς χρειάζεται να προσθέσουν ινσουλίνη στη θεραπευτική τους αγωγή, προκειμένου να διατηρήσουν σταθερά τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Η θεραπεία με ινσουλίνη μπορεί να οδηγήσει σε επεισόδια υπογλυκαιμίας, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας, ενώ ο ασθενής κοιμάται. Η υπογλυκαιμία προκαλεί ανησυχία τόσο στους ασθενείς όσο και στους γιατρούς, γι’ αυτό οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που ελαττώνουν δυνητικά τη συχνότητα εμφάνισης υπογλυκαιμίας – συνολικά ή κατά τη διάρκεια της νύχτας – είναι πολύ σημαντικές.
Διεθνές μητρώο ασθενών
Παράλληλα, η MSD ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει τη δημιουργία διεθνούς μητρώου ασθενών με διαβήτη τύπου 2, πρωτοβουλία που θα ξεκινήσει πιλοτικά σε 4 χώρες, θα διαρκέσει 3 χρόνια και θα αφορά τη συλλογή δεδομένων από την υπάρχουσα κλινική εμπερία. Στόχος της πρωτοβουλίας είναι η βελτιστοποίηση της διαχείρισης της νόσου, μέσα από την αξιολόγηση διαφόρων παραμέτρων, όπως η αξιοποίηση των υγειονομικών πόρων, η συμμόρφωση στη θεραπεία, η ποιότητα ζωής και η ικανοποίηση των ασθενών. Η πρωτοβουλία αυτή θα διεξαχθεί σε περισσότερα από 900 κέντρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιαπωνία και θα έχει ως επικεφαλής εξωτερικούς εμπειρογνώμονες.
Σχετικά με την εκ των υστέρων ανάλυση της αρχικής κλινικής μελέτης Φάσης ΙΙΙ
α. Αρχική Μελέτη
Η αρχική κλινική μελέτη Φάσης ΙΙΙ, διήρκησε 24 εβδομάδες και πραγματοποιήθηκε σε 660 ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν θεραπεία με ινσουλίνη. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν και έλαβαν επιπλέον, είτε σιταγλιπτίνη 100 mg μία φορά την ημέρα (n=329) είτε εικονικό φάρμακο (n=329).
Η μελέτη κατέδειξε ότι οι ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη είχαν καλύτερο έλεγχο της γλυκόζης αίματος μετά από 24 εβδομάδες, με σημαντικά μικρότερη επίπτωση υπογλυκαιμίας, ενώ χρειάστηκε να τους χορηγηθεί λιγότερη επιπλέον ινσουλίνη. Στην ίδια ομάδα, η μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης[1] ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη της ομάδας ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Τέλος, η επίπτωση της συμπτωματικής υπογλυκαιμίας ήταν σημαντικά μικρότερη στην ομάδα της σιταγλιπτίνης από εκείνη στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (25% έναντι 37%).
β. Εκ των υστέρων ανάλυση
Νυχτερινή υπογλυκαιμία
Η εκ των υστέρων ανάλυση μέτρησε τη συχνότητα εμφάνισης συμπτωματικών επεισοδίων νυκτερινής υπογλυκαιμίας και έδειξε ότι, στις 24 εβδομάδες, τα επεισόδια αυτά ήταν λιγότερα στην ομάδα ασθενών που έλαβαν σιταγλιπτίνη σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου (14,9% έναντι 20,1%). Ο συνολικός αριθμός των αναφερθέντων νυκτερινών επεισοδίων ήταν επίσης χαμηλότερος στην ομάδα της σιταγλιπτίνης σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου (110 έναντι 216).
Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη συνδυαστικά με τη νυχτερινή υπογλυκαιμία
Η εκ των υστέρων ανάλυση έδειξε επίσης ότι στις 24 εβδομάδες, το ποσοστό των ασθενών που έλαβαν σιταγλιπτίνη και πέτυχαν γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 7,0% χωρίς νυκτερινή υπογλυκαιμία, ήταν μεγαλύτερο σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (33,9% έναντι 16,6%, αντίστοιχα).
Σχετικά με τη μελέτη παρατήρησης
Σε αυτήν την πιο πρόσφατη αναδρομική μελέτη κοόρτης αναλύθηκαν τα αποτελέσματα από 7.728 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, οι οποίοι έλαβαν διπλή θεραπεία με σιταγλιπτίνη (n = 3.864) ή σουλφονυλουρία (n = 3.864) και τα δύο σε συνδυασμό με μετφορμίνη, για τουλάχιστον 90 ημέρες μετά την έναρξη της σιταγλιπτίνης ή της σουλφονυλουρίας, από το 2006 έως το 2013.
Στόχος της μελέτης ήταν η αξιολόγηση της διαφοράς τόσο στο χρόνο έναρξης της χρήσης ινσουλίνης όσο και στο ποσοστό του πληθυσμού που ξεκίνησε ινσουλίνη, ανάμεσα στους ασθενείς που έλαβαν συνδυασμό σιταγλιπτίνη και μετφορμίνη κι εκείνους που έλαβαν συνδυασμό σουλφονυλουρίας και μετφορμίνης.
Σε αυτή τη μελέτη, το ποσοστό των ασθενών από την ομάδα της σιταγλιπτίνης που ξεκίνησε θεραπεία με ινσουλίνη από τον 1ο χρόνο έως και τον 6ο ήταν 3,6 – 8,4 – 12,9 – 17,7 – 22,4 και 26,6 αντίστοιχα, ενώ για τους ασθενείς που έπαιρναν σουλφονυλουρία τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 4,1 – 9,4 – 14,6 – 21,0 – 27,1 και 34,1.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης παρατήρησης θα πρέπει να επιβεβαιωθούν μέσα από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες, οι οποίες αποτελούν και το ιδανικό πρότυπο κλινικής έρευνας.
Σχετικά με τη σιταγλιπτίνη
Η σιταγλιπίνη εμδείκνυται σε ενήλικες ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, για τη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου:
ως μονοθεραπεία σε ασθενείς που δεν ελέγχονται επαρκώς με δίαιτα και άσκηση μόνον και για τους οποίους η μετφορμίνη δεν είναι κατάλληλη λόγω αντενδείξεων ή μη ανεκτικότητας.
ως διπλή από του στόματος χορηγούμενη θεραπεία σε συνδυασμό με
· μετφορμίνη όταν η δίαιτα και η άσκηση μαζί με μετφορμίνη μόνο δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιμικό έλεγχο.
· μία σουλφονυλουρία όταν η δίαιτα και η άσκηση μαζί με την μέγιστη ανεκτή δόση μιας σουλφονυλουρίας μόνο δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιμικό έλεγχο και όταν η μετφορμίνη δεν είναι κατάλληλη, λόγω αντενδείξεων ή μη ανεκτικότητας.
· έναν ενεργοποιημένο υποδοχέα του γάμα (PPARγ) αγωνιστή που επάγει τον πολλαπλασιασμό των υπεροξεισωμάτων (π.χ. μία θειαζολιδινεδιόνη), όταν η χρήση ενός PPARγ αγωνιστή είναι κατάλληλη και όταν η δίαιτα και η άσκηση μαζί με τον PPARγ αγωνιστή μόνο δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιμικό έλεγχο.
ως τριπλή από του στόματος χορηγούμενη θεραπεία σε συνδυασμό με
· μία σουλφονυλουρία και μετφορμίνη όταν η δίαιτα και η άσκηση μαζί με τη διπλή θεραπεία με αυτά τα φαρμακευτικά προϊόντα δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιμικό έλεγχο.
· έναν PPARγ αγωνιστή και μετφορμίνη, όταν η χρήση ενός PPARγ αγωνιστή είναι κατάλληλη και όταν η δίαιτα και η άσκηση μαζί με τη διπλή θεραπεία με αυτά τα φαρμακευτικά προϊόντα δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιμικό έλεγχο.
Η σιταγλιπίνη ενδείκνυται επίσης ως προστιθέμενη θεραπεία στην ινσουλίνη (με ή χωρίς μετφορμίνη), όταν η δίαιτα και η άσκηση μαζί με σταθερή δόση ινσουλίνης δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιμικό έλεγχο.
Σχετικά με την MSD
Η MSD (Merck Sharp & Dohme) ξεκίνησε τη λειτουργία της στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 2010 απασχολώντας σήμερα περισσότερους από 230 υπαλλήλους. Αποτελεί θυγατρική εταιρία του πολυεθνικού Ομίλου Merck & Co, με έδρα το New Jersey που απασχολεί 86.000 εργαζομένους σε 140 χώρες σε όλο τον κόσμο. Η εταιρία λειτουργεί με την ονομασία Merck στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά και με την ονομασία MSD στην Ευρώπη.
Η MSD (Merck Sharp & Dohme) είναι η δεύτερη μεγαλύτερη φαρμακευτική εταιρία παγκοσμίως. Στόχος της, να εκπληρώσει τη βασική της αποστολή: να είναι ο κόσμος καλά. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.msd.gr.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου